- προσθαλασσώνω
- προσθαλασσώνω, προσθαλάσσωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προσθαλασσώνω — Ν κατεβάζω ομαλά υδροπλάνο ή άλλη πτητική μηχανή στην επιφάνεια τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θάλασσα + κατάλ. ώνω] … Dictionary of Greek
προσθαλασσώνω — προσθαλάσσωσα, προσθαλασσώθηκα, προσθαλασσωμένος, κατεβάζω υδροπλάνο ή διαστημόπλοιο στην επιφάνεια της θάλασσας: Το υδροπλάνο προσθαλασσώθηκε ομαλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
προσθαλάσσωση — η, Ν [προσθαλασσώνω] η ομαλή κάθοδος υδροπλάνου ή άλλης πτητικής μηχανής ή διαστημοπλοίου στην επιφάνεια τής θάλασσας … Dictionary of Greek
προσυδατώνω — Ν [ὑδατώνω] προσθαλασσώνω υδροπλάνο ομαλά … Dictionary of Greek